- ἀνθοῦντα
- ἀνθέωblossompres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀνθέωblossompres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
χλίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κεχλιδότα ἀνθοῡντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ. ενός ρ. το οποίο απαντά μόνο στη μτχ. παρακμ. κεχλιδ ότα και έχει σχηματιστεί από το θ. χλι δ τού ρ. χλιαίνω*] … Dictionary of Greek
Μέκκα — (Mecca / αραβ. Makkah). Πόλη (υψόμ. 277 μ., 965.697 κάτ. το 1992) της Σαουδικής Αραβίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (153.128 τ. χλμ., 4.467.670 κάτ.). Είναι χτισμένη σε μια άγονη κοιλάδα κοντά στην Ερυθρά θάλασσα, σε απόσταση 45 χλμ. από τη … Dictionary of Greek